Πρόκειται για σχηματισμόν λέξεων με απομίμησιν του φυσικού ήχου του πράγματος εις το οποίον αναφέρονται.
Την 2αν Σεπτεμβρίου ε.ε. η Έγκριτος Εφημερίες Kalavryta Press του κ. Καμπέρου Χρήστου εφιλοξένησε κείμενόν μου υπό τον τίτλον: «Τοπωνύμια – Φυσικόν Περιβάλλον – Πολιτιστική Κληρονομιά».
Εκεί κάνω λόγον για τον ήχον «χουρ-χουρ», τόσον κάτω από την επιφάνεια του εδάφους μιας συγκεκριμένης αγροτικής περιοχής, όσον και εις την χούρ-χουρ(ην) του νερόμυλου.
Ενταύθα παραθέτω δύο άλλες ονοματοποιΐες, τοῦτ’ ἒστιν:
– Γουρ-γούρ(ες) και
– Τουρ-τούρ(ες)
1. Γουρ-γούρ(ες), είναι η ονομασία ωρισμένων κουδουνιών των προβάτων, τα οποία παράγουν ένα χαρακτηριστικόν ήχον: γουρ-γουρ.
Τα εν λόγω «αξεσουάρ» – αν είναι δόκιμος ο όρος – όπως αρέσουν εις τον τσοπάνην, έτσι αρέσουν και εις τα πρόβατα.
Ο αχός των συγκεντρώνει τα πρόβατα όλα μαζί και τα κατευθύνει. Χωρίς τον ήχον αυτόν το ποίμνιον είναι βουβόν και σκόρπιον. Οι τσοπάνηδες λέγουν ότι: «τα κουδουνίσματα ἢ τα κουδουνολαλήματα βοηθούν το μπουλούκι να βόσκη κιόλας».
Αν υπάρχη βοσκός ἢ κοπάδι αυτό θα το ειπή το κουδούνι.
«Ξαρμάτωτο κοπάδι βοσκόν δεν μαρτυράει», κατά την λαϊκήν παροιμίαν.
Κατά το πάλαι ποτέ εις τα χωριά μας, όταν οι τσοπάνηδες ήθελαν να νυκτοβοσκήσουν τα κοπάδια των «λάθρα» εις απηγορευμένες περιοχές, εγέμιζαν το κοίλον μέρος των κουδουνιών με χόρτον. Αυτό εις την ποιμενικήν γλώσσαν αποκαλείται «βούλωμα κουδουνιών».
Τα κουδούνια ο τσοπάνης τα βάζει εις τα πιο γερά και όμορφα πρόβατα. Ωρισμένες φορές μερικά πρόβατα ξεφεύγουν από το κοπάδι και ο τσοπάνης τα ευρίσκει από τον ήχον των κουδουνιών.
Επίσης υπάρχουν ωρισμένα πρόβατα – ευτυχώς ελάχιστα – τα οποία ξεφεύγουν «λάθρα» από την ποίμνην και πηγαίνουν για βοσκήν εις ξένες ιδιοκτησίες και δη καλλιεργούμενες. Τα πρόβατα αυτά οι τσοπάνηδες τα αποκαλούν «ζημιάρικα» και τους βάζουν κουδούνια, ἐξ οὗ και το γνωστόν: «στη ζημιάρα προβατίνα κρεμούν κουδούνι».
Αυτό βέβαια έχει και ευρείαν κοινωνικήν απήχησιν.
Ασφαλώς υπάρχει και η άλλη όψις του νομίσματος. «Της καλής της προβατίνας της κρεμούν κουδούνια».
Όταν κάποιον δημιουργικόν και ενάρετον δεν μπορούν να τον φθάσουν ωρισμένοι φυγόπονοι, αντικοινωνικοί, κακομαθημένοι και φιλοκατήγοροι, τον φορτώνουν με ανύπαρκτες, ψευδείς και κακοήθεις κατηγορίες.
Και για να επανέλθω, οι τσοπάνηδες από τον ήχον των κουδουνιών ξεχωρίζουν τίνος είναι το κοπάδι, που διαβαίνει ἢ βόσκει. Η φωνή, το σχήμα, το μέγεθος του κουδουνιού και μερικές άλλες λεπτομέρειες, που παρατηρεί ο τσοπάνης, επάνω εις τα κουδούνια, του δίνουν την δυνατότητα να δώση ωρισμένα ονόματα εις αυτά.
Τα κουδούνια κρεμούν οι ποιμένες από τον τράχηλον των προβάτων με ζεύγλες από ξύλον, κατά προτίμησιν σφενδάμου. Υπάρχουν βέβαια και ζεύγλες από άλλα υλικά, πλην δεν είναι ότι το καλλίτερον.
Παρατίθενται φωτογραφίες:
α. Ποίμνης προβάτων και τσελιγκόπουλου, το οποίον παίζει την φλογέραν του.

Πρόκειται για το χαρισματικόν τσελιγκόπουλον, τον Θεόδωρον Παναγόπουλον του Χρήστου ἢ Χρηστάρα από το χωριό μας, από τους Καμενιάνους. Είναι απόφοιτος Λυκείου, με πολλά αριστεία. Επέλεξε να ασχοληθή με τον πρωτογενή τομέα αναπτύξεως. Εργάζεται δημιουργικά και με προηγμένην αντίληψιν για την προκοπήν του τόπου μας. Αποτελεί υπόδειγμα σεμνότητος και αρετής, πραγματικόν αρχοντόπουλον. Είναι εγγονός του Τσελιγκονικόλα ἢ Νικολού Ντζουβάρα (κατά το παρωνύμιον) και της Νικολίτσας-Λίτσας Νικολοπούλου-Παναγοπούλου, της χαριτοβρύτου τσελιγκοπούλας μιας άλλης εποχής, η οποία, όταν διέβαινε με την ποίμνην της, προεκάλει τον θαυμασμόν.
Όταν η ροδοδάκτυλος ηώς στεφανώνει τις κορυφές του Ερυμάνθου, του Χελμού και του Μαινάλου, η νεαρά πανέμορφος τσελιγκοπούλα «ῥοβολάει με το κοπάδι της» στις Ανατολικές πλαγιές του όρους Αρκούδι (= Γολέμι).
Γνέθει τη ῥόκα της και τραγουδάει:
«Σιγά Νίκο μ’ μη βιάζεσαι.
Κάτσε να πάμε αντάμα,
γιατί τα όμορφα βουνά
έχουν και σκόρπια μονοπάτια.
Θα πέσεις Νίκο μ’ σε γκρεμό
και την αγάπην σου θα βάλεις σε καημό.
Τα τσελιγκόπουλα τις τσελιγκοπούλες καρτερούν».
Και τούτο, γιατί πιο κάτω εις περιοχήν Μαλκότσια – μεταξύ Άνω και Κάτω Καπρίβαινας – ῥοβόλαγε την ποίμνην του το τότε Τσελιγκόπουλον, ο Νίκος Παναγόπουλος, ο Νικολός Ντζουβάρας, ο σημερινός σύζυγός της.
Οπότε το νεαρόν αρχοντόπουλον γοητευμένον από του βουνού την χάριν και την λάμψιν απ’ το φεγγάρι, εκάθισεν εις ένα «κουντρί» (= μικράν βραχώδη έξαρσιν) και άρχισε να παίζει με την φλογέραν του.
«Στα Καμενιανίτικα βουνά
το Μάη ῥίχνει τη δροσιά,
το Θεριστή φυσάει βοριάς.
Φύσα βοριά ντελή βοριά
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά
κι βλάχισσες στα πλάγια».
Οπωσδήποτε ο τόπος, ο χρόνος και το πρωϊνόν δροσερόν αεράκι του δημιουργούν όλο αυτό το χάρμα και ηθέλησε να ανταποκριθή με την φλογέραν του εις το αβρόν κάλεσμα του ευγενούς φύλου.
β. Κουδουνιών με την ονοματοποιΐαν γουρ-γούρ(ες).
Εις την φωτογραφίαν διακρίνονται δύο (2) χονδρο-γουρ-γούρ(ες) και τέσσαρες (4) μικρές.

γ. Επίσης παρατίθεται:
Ποιητικόν κείμενον, άσματος από την ποιμενικήν ζωήν, υπό τον τίτλον:
ΓΟΛΕΜΙ
Γολέμι μου περίφανον κι’ Ἰστορική Καπρίβαινα,
λειώστε τα χιόνια γρήγορα, να χορταριάσ’ ο τόπος,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι’ βλαχοπούλες,
να βγουν και τα βλαχόπουλα λαλώντας τις φλογέρες,
να βγουν τα λάϊα πρόβατα με τα χοντρά κουδούνια,
να βγουν τ’ αρνάκια παίζοντας, βελάζοντας στις ράχες.
Εις το ποιητικόν κείμενον του άσματος συναντάμε τις λέξεις «χοντρά κουδούνια». Είναι οι χονδρο-γουρ-γούρ(ες).
Επίσης συναντάμε την φράσιν «λάϊα πρόβατα». Είναι τα πρόβατα, τα οποία έχουν μαύρον πόκον (= μαύρο μαλλί).
Το ποιητικόν κείμενον των ασμάτων διαμορφωμένόν και προσαρμοσμένον εις τα πρόσωπα, εις τοπωνύμια και τις συνήθειες του τόπου μας είναι ειλημμένα εκ του βιβλίου του Βασίλη Λαμνάτου.
2. Τουρ-τούρ(ες):
Πρόκειται για όπλα ῥωσικής κατασκευής και προελεύσεως, αυτομάτου βολής και οπλίσεως, τα οποία όταν κάνουν βολήν κατά ῥιπάς, παράγουν έναν ήχον τουρ-τουρ, οπόθεν και η ονοματοποιΐα τουρ-τούρ(ες).
Εις μίαν επάρατον εποχήν, κατά έναν επονείδιστον και ακαταλόγιστον πόλεμον εις την Χώραν μας, εχρησιμοποιήθησαν τα όπλα αυτά από ένα των εμπολέμων.
Οι ακούοντες τον ήχον των συγκεκριμένων όπλων, καθώριζαν την θέσιν του εμπολέμου, ο οποίος τα εχρησιμοποίει.
Πρόκειται για τα Α.Κ.47, τα γνωστά καλάσνικωφ, τα οποία – δυστυχώς – ενίοτε χρησιμοποιούνται και ἐν καιρῶ Εἰρήνης «προς επίλυσιν διαφορών», τοῦτ’ ἒστιν προς ικανοποίησιν αρρωστημένων καταστάσεων.
Παρατίθεται σχετική φωτογραφία:

Τα πολεμικά όπλα εις την κατοχήν ιδιωτών δημιουργούν ψυχολογίαν ευεπίφορον προς το έγκλημα.
Άλλην ψυχολογίαν δημιουργεί το κυνηγετικόν όπλον και άλλην το πολεμικόν. Απλούστατα διότι το πολεμικόν έχει προορισμόν να σκοτώνη ανθρώπους. Κατά συνέπειαν ο ιδιώτης, ο οποίος κατέχει πολεμικόν όπλον, ενδομύχως εκκολάπτει την εγκληματικότητα, καθ’ ότι διέπεται από την εσφαλμένην αντίληψιν της «υπεροχής», η οποία εις το τέλος αποδεικνύεται «κούφιο καρύδι».
Ἐν ἀντιδιαστολῆ, οι νομίμως κατέχοντες πολεμικά όπλα (= προσωπικόν δημοσίων και λοιπών φορέων και υπηρεσιών), έχουν επίγνωσιν της αποστολής των και των ευθυνών των. Πέραν αυτού ελέγχονται ανελλιπώς.
Εκτός των ανυπερβλήτων περιπτώσεων, κατά τις οποίες ωρισμένοι ιδιώτες επιβάλλεται να οπλοφορούν, φέροντες περίστροφον ή πιστόλι – και μόνον κατόπιν αδείας – ουδείς νομοταγής πολίτης επιδιώκει να εφοδιασθή με πολεμικόν όπλον.
Τα πολεμικά όπλα και μόνον τα όπλα με τα οποία ήταν και είναι εφωδιασμένος ο Τακτικός Στρατός της Χώρας μας, έχουν την γνωστήν αποστολήν. Είναι οι εγγυητές της Ειρήνης και δεν επιτρέπεται να τα βεβηλώνωμε με την εγκληματικότητα, δίκην Γιάννη Ρέντζου. Ούτος ελιποτάκτησεν εκ του Στρατεύματος, επήρε μαζί του το πολεμικόν του τυφέκιον και το εχρησιμοποίησε για «βεντέτα» και ληστείες. Μαζί με τον αδελφόν του Θύμιον την 08.30 ώραν το πρωΐ 13 Ιουνίου 1926 εις το 74ον χιλιόμετρον της οδού Ιωαννίνων – Πρεβέζης, εις θέσιν Πέτρα, ακινητοποίησαν την χρηματαποστολήν της Εθνικής Τραπέζης, εσκότωσαν τους φρουρούς, οκτώ τον αριθμόν – πλην ενός, τον οποίον ετραυμάτισαν – επήραν τα χρήματα 15.000.000 δραχμές και εξηφανίσθησαν. Ασφαλώς ημείφθησαν με το ίδιον νόμισμα (5 Μαρτίου 1930 εις την Κέρκυραν). Κατεδικάσθησαν και εξετελέσθησαν.
Επειδή ανωτέρω κάνω λόγον για εγγυητές Ειρήνης, κατά τον θεωρητικόν του Πολέμνου Κλαούζεβιτς:
«Αν θέλωμεν Ειρήνην, πρέπει να ετοιμαζώμεθα για Πόλεμον».
Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια των εξοπλισμών των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Παραθέτω αφιέρωσιν εις το πολεμικόν τυφέκιον μάνλιχερ, με το οποίον επολέμησεν ο παππούς μου, μαζί με όλα τα παλληκάρια της Ελλάδος, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
«Γλυκά κοιμήσου μάνλιχερ
ντουφέκι δοξασμένο
γιατ’ αρκετά πολέμησες και είσαι κουρασμένο».
Ασφαλώς και η διάπραξις του οιουδήποτε εγκλήματος δεν εξαρτάται αποκλειστικώς και μόνον από τα μέσα διαπράξεως, αλλά από πλείστους όσους παράγοντες, τους οποίους οφείλομεν ΟΛΟΙ ΜΑΣ να καταπολεμήσωμεν από την εμβρυακήν ηλικίαν.
Αξιωματικός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου είπε κατά το παρελθόν:
«Όσον αξίζει ένα γραμμάριον προλήψεως δεν αξίζουν εκατό κιλά καταστολής».
Αυτό επιβάλλεται να προβληματίση ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ μα ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ.
Είναι Ευλογία και Χάρις Κυρίου η ικανότης να επιλύωμε τις διαφορές μας Ειρηνικά.
Ἐν Καμενιάνοις τῇ 24η Νοεμβρίου 2025

Φωτόπουλος Δ. Γεώργιος-Γεωργάκης
Εκ Μεγάλης Βρύσης Καμενιάνων Καλαβρύτων
